- διεκδικητικός, -ή
- -ό αυτός που σκοπό έχει τη διεκδίκηση: Είναι διεκδικητικός άνθρωπος και δεν παραχωρεί τίποτα ούτε στα παιδιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διεκδικητικός — ή, ό(ν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεκδίκηση («διεκδικητική αγωγή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκδικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek